-
1 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
2 суд
(государственный орган) το δικαστήριοкассационный - см. - второй инстанции коммерческий - εμπορικό -, το εμποροδικείοкраевой - см. - второй инстанции морской - ναυτικό -, το ναυτοδικείοрайонный - см. - первой инстанции третейский - διαιτητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суд
-
3 трибунал
το δικαστήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трибунал
-
4 суд
-а α.1. κρίση, γνώμη• εκτίμηση•суд общества η γνώμη της κοινωνίας•
суд истории η κρίση της ιστορίας•
на суд твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου.
2. δ ι καστήρ ιο•гражданский суд πολιτικό δικαστήριο•
военный -το στρατοδικείο•
уголовный суд ή суд с присяжными заседателями το κακουργοδικείο•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο•
он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο•
вызвать в-у εγκαλώ στο δικαστήριο•
подавать в -у παραδίδω στο δικαστήριο• διώκω δικαστικώς•
попасть под суд πέφτω στο δικαστήριο),διώκομαι δικαστικώς•
товарищеский суд συντροφικό δικαστήριο•
суд чести δικαστήριο τιμής.
|| αθρσ. οι δικαστές. || το δικαστικό ίδρυμα.εκφρ.божий суд – η θεία δίκη•суд линца – λίντσιος νόμος•-ы и пересуды; -ы да пересуды – διαβούλια•в день -а – τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης παλ. • пока суд да дело παρ έλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός). -
5 трибунал
-а α.1. δικαστήριο•военный - το στρατοδικείο•
революционный - επαναστατικό δικαστήριο•
отдать под - παραπέμπωστο δικαστήριο.
|| η συνεδρίαση του δικαστηρίου.2. αθρσ. οι δικαστές. -
6 суд
судм1. в разн. знач. τό δικαστήριο[ν]:Верховный Суд СССР τό 'Ανώτατο δικαστήριο τής ΕΣΣΔ· народный \суд τό λαϊκό δικαστήριο· военный \суд τό στρατοδικείο· военно-полево́й \суд τό στρατοδικείο ἐκστρατείας· заседание \суде́ ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· отдавать под \суд, предавать \суду́ παραπέμπω στό δικαστήριο· подавать в \суд на кого-л. κάνω μήνυση κάποιον быть под \судо́м εἶμαι ὑπόδικος· третейский \суд ἡ διαιτησία·2. (суждение, мнение) ἡ κρίση:\суд истории ἡ κρίση τής ιστορίας· ◊ товарищеский \суд τό συντροφικό δικαστήριο· \суд чести τό δικαστήριο τιμής. -
7 трибунал
трибуналм τό δικαστήριο[ν]:военный \трибунал τό στρατοδικεῖο[ν], τό στρατιωτικό δικαστήριο.